διακριτέος

διακριτέος
α, ον различимый, отличимый, распознаваемый;

διακριτέον — следует различать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διακριτέος" в других словарях:

  • διακριτέος — masc/fem nom sg διακριτέος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακριτέα — διακριτέος neut nom/voc/acc pl διακριτέος neut nom/voc/acc pl διακριτέᾱ , διακριτέος fem nom/voc/acc dual διακριτέᾱ , διακριτέος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) διακριτής official in charge of revision of arrears of taxation masc acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακριτέον — διακριτέος masc/fem acc sg διακριτέος neut nom/voc/acc sg διακριτέος masc acc sg διακριτέος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακριτέοι — διακριτέος masc/fem nom/voc pl διακριτέος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»